Menu

A+ A A-

Ομιλία στον εορτασμό της επετείου στο Πανεπιστήμιο Πατρών,26 Οκτωβρίου 2012.

 

Το 1932 η Ελλάδα βίωνε, όπως και σήμερα, μια έντονη οικονομική κρίση. Μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929 στη Νέα Υόρκη, οι κραδασμοί μεταφέρθηκαν πρώτα στην Ευρώπη και ύστερα έφτασαν και στη μικρότερη ελληνική οικονομία. Στα τέλη του 1931, ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος ένιωθε τα περιθώρια να στενεύουν. Σε μια εκδήλωση, τον Δεκέμβρη του 1931, θα προσπαθήσει να φανεί ψύχραιμος, ίσως και αισιόδοξος, δηλώνοντας πως «το ελληνικόν σκάφος παλαίει εναντίον μιας θυέλλης αλλά την θύελλαν αυτήν και τον κλυδωνισμόν προκάλεσαν παγκόσμια κύματα της οικονομικής τρικυμίας. Θα αγωνισθώμεν και ελπίζω να νικήσωμεν».

Στις αρχές όμως του Απριλίου του 1932, η ελληνική κυβέρνηση βρισκόταν πια με την πλάτη στον τοίχο. Οι ελπίδες του Βενιζέλου για εξωτερική βοήθεια είχαν σχεδόν εξανεμιστεί. Την ίδια στιγμή, η κατάσταση στο εσωτερικό ήταν δραματική. Τα «λουκέτα» και οι πτωχεύσεις των εμπορικών αλλά και βιομηχανικών επιχειρήσεων αυξάνονταν μέρα με τη μέρα, οι άνεργοι είχαν ξεπεράσει τους 230.000, οι μισθοί είχαν πέσει σε πραγματική αξία κατά 10%, η οικονομική δραστηριότητα είχε μειωθεί αισθητά και οι τράπεζες αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας. Το αποτέλεσμα ήταν πως στις 16 Απριλίου, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε στη Γενεύη, στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, την αδυναμία της Ελλάδας καταβολής των χρεών της, και επομένως την επίσημη στάση πληρωμών από μέρους της.

Από εκείνο το σημείο άρχισε ουσιαστικά η αντίστροφη μέτρηση προς τη δικτατορία του Μεταξά. Μετά από μια πολύ σύντομη και απότομη άνοδο της ελληνικής οικονομίας –εξαιτίας της ξαφνικής μείωσης των κονδυλίων εξυπηρέτησης του εξωτερικού χρέους- γρήγορα αποδείχθηκε πως το κράτος δεν διέθετε επαρκές σχέδιο για μια πραγματική οικονομική ανάκαμψη. Έτσι, η σταδιακή πτώση στην αγροτική και βιομηχανική παραγωγή που άρχισε να εμφανίζεται από το δεύτερο μισό του 1934, σε συνδυασμό με τις κοινωνικές αναταράξεις που προκλήθηκαν λόγω της κάμψης της ελληνικής οικονομίας, είχαν όπως ήταν λογικό, σημαντική επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις.

Με τα δύο μεγάλα κόμματα, τους Φιλελεύθερους και τους Λαϊκούς, να αντιμετωπίζουν μεγάλη φθορά λόγω της αδυναμίας τους να διαχειριστούν, το ένα κόμμα μετά το άλλο, το σοβαρό δημοσιονομικό πρόβλημα της χώρας, άρχισαν να ενεργοποιούνται όλο και περισσότερο ακραίες και αντι-κοινοβουλευτικές δυνάμεις, ειδικότερα από το δεξιό φάσμα των αντιβενιζελικών.

Δεν είναι καθόλου τυχαίο πως τον Ιανουάριο του 1934, η Καθημερινή δημοσίευσε μια σειρά άρθρων πολιτικών και ακαδημαϊκών προσωπικοτήτων, που καλούνταν από την εφημερίδα να απαντήσουν γραπτώς στο ερώτημα «Κοινοβουλευτισμός ή Δικτατορία;». Ένας εξ αυτών ήταν και ο Ιωάννης Μεταξάς. Η απάντησή του, που δημοσιεύθηκε στις 5 Ιανουαρίου 1934, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον. Γράφει λοιπόν τότε, μεταξύ άλλων, ο Μεταξάς: «Εάν αφίσωμεν τα πράγματα ως έχουν σήμερον με την μοιραίαν αυτών φοράν, ο κοινοβουλευτισμός όπως κατήντησε θα μας αγάγη εις τας αγκάλας του κομμουνισμού ώστε και πάλιν θα εξέλθωμεν του κοινοβουλευτισμού δια της θύρας του κομμουνισμού. Συνεπώς δι’ ημάς τους Έλληνας το πρόβλημα δεν είνε πως θα μείνωμεν εις τον κοινοβουλευτισμόν, αλλά δια ποίας θύρας θα εξέλθωμεν εξ αυτού. Διά της θύρας του κομμουνισμού ή δια της θύρας του εθνικού κράτους; Ας εκλέξωμεν».

Δυόμιση χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1936, ο δικτάτορας πια Μεταξάς, θα δηλώσει στο διάγγελμά του πως η οικονομική πολιτική της κυβέρνησής του «θα είναι περισσότερον συντονισμένην και εξ ολοκλήρου συστηματική» και πως «θα επεξεργαζόταν ένα μακροπρόθεσμο σχέδιο ώστε να επιτύχει την αυτάρκειαν». Και ο δικτάτορας συμπλήρωσε πως «από τη στιγμήν που το κράτος αναμείχθηκε στην διαχείρισιν της οικονομίας, το κοινοβουλευτικόν σύστημα απώλεσε την αιτίαν ύπαρξής του».

Στις αρχές του 1939, τα απειλητικά σύννεφα ενός νέου πολέμου σκέπασαν την Ευρώπη. Ο Μεταξάς ήταν ανήσυχος καθώς φοβόταν μια ενδεχόμενη ιταλική επίθεση. «Ανησυχίες μου σοβαρές απόψε», σημειώνει στο ημερολόγιό του στις 17 Μαρτίου. Ανησυχίες που λίγες μέρες αργότερα θα αυξάνονταν. Στις 7 Απριλίου η ιταλική αεροπορία βομβάρδισε το Δυρράχιο και ο στρατός του Μουσολίνι εισέβαλε και κατέλαβε την Αλβανία. Ο ιταλικός επεκτατισμός και διάφορες φήμες που κυκλοφόρησαν περί επικείμενης ιταλικής επίθεσης στην Κέρκυρα, ενέτειναν την ανησυχία στην Αθήνα.

Στις 15 Αυγούστου, 1940, και ενώ ο πόλεμος μαινόταν στην Ευρώπη, ο τορπιλισμός από ιταλικό υποβρύχιο του καταδρομικού «Έλλη», που ήταν αγκυροβολημένο στην προβλήτα της Τήνου για τους εορτασμούς της Παναγίας, αποτελέσε ένα ισχυρό σοκ για την Ελλάδα και παράλληλα έστειλε ένα σαφέστατο μήνυμα για τις προθέσεις του Μουσολίνι. Στα τέλη Σεπτεμβρίου ιταλικές μονάδες προωθήθηκαν κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Η ανησυχία του Μεταξά είχε πλέον κορυφωθεί. Στα μέσα Οκτωβρίου, όμως, ο Μουσολίνι αιφνιδιάστηκε όταν έμαθε, χωρίς να ενημερωθεί νωρίτερα, ότι ο γερμανικός στρατός είχε αναλάβει την αμυντική προστασία των πετρελαιοπηγών της Ρουμανίας. Τότε αποφάσισε να αιφνιδιάσει και εκείνος τον Γερμανό σύμμαχό του, διατάζοντας την επίθεση στην Ελλάδα. Η απόφαση πάρθηκε στη Ρώμη, στις 15 Οκτωβρίου.

Στις 26 Οκτωβρίου, ημέρα Σάββατο, στην Αθήνα βρισκόταν καλεσμένος ο μοναδικός απόγονος του Πουτσίνι για να παρακολουθήσει την όπερα του πατέρα του «Μπάτερφλαϋ» στο Εθνικό Θέατρο. Στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων συμπεριλαμβανόταν και μια μεγάλη κοσμική δεξίωση στην ιταλική πρεσβεία μετά το πέρας της παράστασης. Ο Ιταλός πρέσβης, Εμμανουέλε Γκράτσι, είχε εντωμεταξύ ενημερωθεί ότι κατά τη διάρκεια του Σαββάτου θα λάμβανε, τμηματικά, ένα σημαντικό τηλεγράφημα, το ιταλικό τελεσίγραφο της επίθεσης. Ο Γκράτσι συζήτησε το ενδεχόμενο ματαίωσης της δεξίωσης με τον στρατιωτικό του ακόλουθο Μοντίνι, όμως αποφάσισαν πως μια τέτοια απόφαση θα δημιουργούσε υποψίες και θα αναιρούσε τον επιδιωκόμενο ιταλικό αιφνιδιασμό. Αποφασίστηκε η δεξίωση να πραγματοποιηθεί κανονικά. Το τηλεγράφημα αποκρυπτογραφήθηκε πλήρως κατά τη διάρκεια της δεξίωσης που ακολούθησε την παράσταση. Αργά τη νύχτα, μετά τη δεξίωση, ο Γκράτσι κατάφερε να διαβάσει ολόκληρο το τηλεγράφημα, το οποίο ανέγραφε πως η ιταλική κυβέρνηση ζητούσε από την Ελλάδα να της παραδώσει στρατηγικά σημεία της χώρας, πως η διακοίνωση του τελεσίγραφου έπρεπε να γίνει στις 03.00 της 28ης Οκτωβρίου και πως η κίνηση των ιταλικών στρατευμάτων θα ξεκινούσε τρεις ώρες αργότερα, στις 06.00.

Τα πάντα είχαν υπολογιστεί ώστε ο πόλεμος να καταστεί αναπόφευκτος», σημειώνει ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Η αρχή του τέλους». Και συνεχίζει, περιγράφοντας τις επόμενες δραματικές ώρες: «Την καθορισμένη ώρα δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο στρατιωτικός ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελόπορτα της μικρής βίλλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός. Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελόπορτα. Μες την βαθειά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου. Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελόπορτα…Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι...Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνηση μου είχε αναθέσει να του κάμω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει. Τα χέρια του κρατούσαν το χαρτί και έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά του έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: «Ώστε πόλεμος λοιπόν» (είπε στα γαλλικά).

Το μεσημέρι, το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» μετατράπηκε σε κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων καθώς εκεί μεταφέρθηκε το Γενικό Στρατηγείο και τα γραφεία του Γεωργίου και του Μεταξά. Λίγο αργότερα, εξεδόθη το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν από το Γενικό Στρατηγείο: «Αί Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τας 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε πια φτάσει και στην Ελλάδα και μια μεγάλη, συγκλονιστική περίοδος έκλεινε για τη χώρα, υπό τις τρομερές βοές του νέου πολέμου.

Οι Γερμανοί μπήκαν στην ελληνική πρωτεύουσα στις 27 Απριλίου. Στις 3 Μαΐου τα γερμανικά στρατεύματα παρέλασαν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας. Οι Αθηναίοι έμειναν κλεισμένοι στα σπίτια τους… Η Πηνελόπη Δέλτα, κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη, με πλούσιο συγγραφικό έργο και κοινωνική δράση, αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο την ώρα που ο γερμανικός στρατός έμπαινε στην Αθήνα. Στην ταφόπλακά της, στον κήπο του αρχοντικού της στην Κηφισιά, ζήτησε να γραφεί μόνο μια λέξη : «Σιωπή».


Τη στάση–απάντηση του ελληνικού λαού κατέγραψε στο ημερολόγιό του ο Γιώργος Θεοτοκάς: «Ο ερχομός των Γερμανών. Πρώτη αντίδραση του πληθυσμού η περιέργεια. Αμέσως ύστερα η απογοήτευση. Τους περίμενε πολύ πιο σπουδαίους και στην εμφάνιση και στην οργάνωση. Αγάπη για τους Γερμανούς δεν υπήρχε ποτέ στην Ελλάδα, υπήρχε όμως ανέκαθεν ένας θολός θαυμασμός από μακριά (για τη δύναμή τους, το σύστημά τους, τη σοβαρότητά τους). Η επαφή μαζί τους κλόνισε αυτόν το θαυμασμό. Η απογοήτευση κορυφώθηκε όταν άρχισαν να φέρονται άσκημα, να πατούν τα σπίτια, να αρπάζουν τα πάντα. Ο πληθυσμός σχημάτισε την εντύπωση πως κάνουν πόλεμο για να φάνε ό,τι βρίσκουν στις κατακτημένες χώρες, πως δεν σκοτίζονται για άλλο τίποτα στον κόσμο. Άρχισε τότε να τους κοιτάζει σαν κατώτερούς του».

Ήταν το πρωινό της 31ης Μαΐου 1941. Έναν μήνα ακριβώς μετά την ορκωμοσία της κυβέρνησης του στρατηγού Τσολάκογλου. Οι πρώτοι Αθηναίοι που βγήκαν στους δρόμους με το φως της ημέρας θα ανοιγόκλειναν τα μάτια τους, μην μπορώντας να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν, και ύστερα θα βούρκωναν από συγκίνηση. Στον ιστό της Ακρόπολης κυμάτιζε η γαλανόλευκη! Ήταν η πρώτη ηρωική πράξη αντίστασης. Οι νεαροί φοιτητές Μανώλης Γλέζος και Απόστολος Σάντας είχαν σκαρφαλώσει κατά τη διάρκεια της νύχτας της 30ης Μαΐου στον ιερό βράχο της Ακρόπολης και αφού αθόρυβα ανέβηκαν στον ιστό, κατέβασαν τη σβάστικα και ύψωσαν την ελληνική σημαία.


Στις 27 Σεπτεμβρίου του 1941 θα ιδρυθεί η πρώτη αντιστασιακή οργάνωση, το Εθνικό Απελευθερωτικό μέτωπο (ΕΑΜ). Ο Ενιαίος Δημοκρατικός Ελληνικός Σύνδεσμος (ΕΔΕΣ) ήταν η δεύτερη μεγάλη αντιστασιακή οργάνωση η οποία απόκτησε ισχυρές αντάρτικες ομάδες. Ο χειμώνας του 1941-1942 καταγράφηκε ως ο δραματικότερος χειμώνας στην ιστορία της χώρας. Στο πρόβλημα της έλλειψης τροφίμων προστέθηκε το χιόνι. Καύσιμα δεν υπήρχαν όχι μόνο για θέρμανση, αλλά ούτε για τα λεωφορεία. Οι συγκοινωνίες διακόπηκαν. Τα συσσίτια δεν επαρκούσαν για τη σίτιση των πεινασμένων. Το Νοέμβριο η μερίδα ψωμιού ήταν μόνο 100 γραμμάρια και μόνο για τρεις μέρες! Οι κάτοικοι, κυρίως των αστικών κέντρων, ζούσαν με λιγότερο από το ένα τρίτο των απαραίτητων για την επιβίωσή τους θερμίδων.

Ιστορικό ορόσημο η άνοιξη του 1943. Οι δύο βασικές αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ είχαν οργανωθεί στρατιωτικά και επέφεραν πλέον συνεχή χτυπήματα κατά των γερμανών κατακτητών. Στην Αθήνα, οι Γερμανοί, παίρνοντας την πρωτοβουλία από τους Ιταλούς, συγκρότησαν την τρίτη κατοχική κυβέρνηση με «πολιτικό άρωμα». Ο Ιωάννης Ράλλης συγκρότησε τα Ευζωνικά Τάγματα υπό τη γερμανική καθοδήγηση με στόχο να ανακόψουν τη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων. Ο Ιωάννης Ράλλης υιοθέτησε το νέο δόγμα της ναζιστικής Γερμανίας και με το διάγγελμά του ζήτησε από τον ελληνικό λαό να μη δημιουργεί «περιπλοκάς» στον Άξονα και να μη «παρεμβάλη εμπόδια εις το βαρύτατον τούτο (αντικομμουνιστικό) έργο του». Ουσιαστικά η συμμαχία της κυβέρνησης Ράλλη με τους Γερμανούς είχε ως μόνο στόχο το ΕΑΜ και τον ΕΛΑΣ, για να αποτρέψει την επικράτησή τους μετά το ήδη διαφαινόμενο τέλος της Κατοχής. Ιστορικός σταθμός το 1943. Άνοιξε το κεφάλαιο ενός νέου εθνικού διχασμού, με απαρχή τον τρομερό εμφύλιο πόλεμο ο οποίος ουσιαστικά θα κλείσει πολλά χρόνια αργότερα, με τη μεταπολίτευση του 1974.

Η μεταπολεμική Ελλάδα

Στη χώρα μας, όμως, το σκηνικό της πόλωσης είχε ήδη αρχίσει να διαμορφώνεται νωρίτερα, πριν καν τελειώσει ο πόλεμος, κατά τη διάρκεια της Αντίστασης. Μόλις τρία χρόνια μετά την 28η Οκτωβρίου 1940, η εμπόλεμη Ελλάδα αισθανόταν τους πρώτους ισχυρούς κραδασμούς ενός διχασμού που σύντομα θα αποκτούσε τρομακτικές διαστάσεις – «τα βαθύτερα βάραθρα» όπως έγραψε ο Θεοτοκάς. Μέσα από τις φλόγες του πολέμου είχαν γεννηθεί όλες εκείνες οι αντίρροπες δυνάμεις που θα όριζαν τις τύχες της χώρας για τις επόμενες δεκαετίες. Και μέσα από το βάπτισμα πυρός της αντίστασης θα αποκρυστάλλωναν τα χαρακτηριστικά τους –πολιτικά και ιδεολογικά- που θα οδηγούσαν σε μια σύγκρουση δίχως συμβιβασμό. Ο πρώτος κρίκος της μοιραίας αλυσίδας που οδήγησε στην αρχή του ελληνικού εμφυλίου ήταν τα Δεκεμβριανά του ΄44. Ύστερα ακολούθησαν ο Λίβανος, η Καζέρτα και η Βάρκιζα. Και μετά η 31η Μαρτίου του 1946, η νύχτα της επίθεσης στο Λιτόχωρο και την επομένη οι πρώτες μεταπολεμικές εκλογές, με την αποχή όμως της Αριστεράς. Πεντέμιση σχεδόν χρόνια μετά την 28η Οκτωβρίου, η Ελλάδα έπεφτε, αφηνόταν, στα νέα «πολύ βαθύτερα βάραθρα».

Ο ελληνικός εμφύλιος (1946-1949) αποτέλεσε το μεγάλο σεισμό που επέφεραν οι συνεχείς κραδασμοί της Αντίστασης και της μετακατοχικής περιόδου. Βίαιος και μακρύς, ο εμφύλιος επρόκειτο για την πρώτη τοπική «πράξη» μιας διεθνούς ιδεολογικής και γεωπολιτικής σύγκρουσης. Ξεκίνησε και συνεχίστηκε ως μια άνευ όρων αντιπαράθεση που ερχόταν από το πρόσφατο παρελθόν, ένα «τελικό ξεκαθάρισμα» ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών, και έκλεισε αργά, το καλοκαίρι και το φθινόπωρο του 1949, με τη συντριπτική ήττα των Ελλήνων κομμουνιστών, αλλά και με μια Ελλάδα κατεστραμμένη, διχασμένη, που είχε πια ξεχάσει και αφήσει πίσω της το πνεύμα της 28ης Οκτωβρίου και της ηρωικής Αντίστασης. Το φθινόπωρο του 1949 έκλεινε επίσης μια περίοδος εννέα χρόνων πολέμου, κοινωνικής διάλυσης, οικονομικής καταστροφής και πολιτικών συγκρούσεων.

Συμπτωματικά στις 28 Οκτωβρίου 1950 ΤΟ ΒΗΜΑ δημοσίευσε μια είδηση που σηματοδοτούσε μια άλλη περίοδο από αυτήν που τόσο γλαφυρά περιέγραφε παραπάνω το Βήμα: τη σύναψη της πρώτης μεταπολεμικής ελληνογερμανικής οικονομικής συμφωνίας που αφορούσε την πώληση ελληνικών καπνών στη Δυτική Γερμανία. Έτσι, δέκα χρόνια ακριβώς μετά την 28η Οκτωβρίου, η Αθήνα έβαζε στην άκρη τα ιστορικά της τραύματα όσον αφορά τις ελληνογερμανικές σχέσεις. Κι αυτό γιατί στην άλλη πλευρά της Ευρώπης, βόρεια, η Δυτική Γερμανία είχε αναγεννηθεί μέσα από τις στάχτες της και είχε ήδη ξεκινήσει την αλματώδη πορεία της. Οι ρυθμοί ανάπτυξης της δυτικογερμανικής οικονομίας απαιτούσαν την επέκταση της γερμανικής οικονομικής δραστηριότητας σε περισσότερες αγορές, καθώς και την αύξηση των επενδύσεων των γερμανικών ιδιωτικών εταιρειών σε νέες περιοχές και τομείς. Η Ελλάδα, ως σημαντική παλαιά αγορά της προπολεμικής Γερμανίας, αποτελούσε ιδανικό χώρο επέκτασης της δυτικογερμανικής οικονομικο-επενδυτικής δραστηριότητας. Έτσι, το 1950, δέκα χρόνια από την 28η Οκτωβρίου, έξι μετά την αποχώρηση των ναζιστικών στρατευμάτων από την Αθήνα και πέντε από τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, μια νέα περίοδος ξεκινούσε για τις ελληνογερμανικές σχέσεις.

Το εξαιρετικά πρόσφατο παρελθόν ήταν, ωστόσο, πολύ βαρύ και αιματηρό για να τεθεί στο περιθώριο της μνήμης δίχως την αμφίπλευρη επιδίωξη των κυβερνήσεων της Γερμανίας και της Ελλάδας. Η πολιτική αποδοχή του νέου δυτικογερμανικού κράτους, η ανάπτυξη των οικονομικών του σχέσεων με πρώην κατεχόμενες από τα ναζιστικά στρατεύματα χώρες και η γεωπολιτική και ιδεολογική αντιπαλότητα του με το άλλο, κομμουνιστικό, γερμανικό κράτος, αποτελούσαν σαφείς λόγους ώστε η μεταπολεμική δυτικογερμανική ηγεσία να επιδιώκει να θέσει το πρόσφατο ναζιστικό παρελθόν στο περιθώριο.

Ειδικότερα, όσον αφορά την Ελλάδα, αλλά και γενικότερα τα Βαλκάνια, οι θηριωδίες των ναζιστικών στρατευμάτων δεν ήταν (και δεν θα ήταν για πολύ καιρό ακόμα) γνωστές στη μεταπολεμική Γερμανία όσο τα εγκλήματα που είχε ο διαπράξει ο στρατός του Χίτλερ στη δυτικό και το ανατολικό μέτωπο. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ιστορικός Χάγκεν Φλάισερ («Η Ελλάδα 36 – 49, Από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο»), «οι ερευνητές της κατοχικής τρομοκρατίας στην άλλοτε γερμανοκρατούμενη Ευρώπη επί μισό και πλέον αιώνα δεν έδιναν σημασία στα Βαλκάνια […] Έτσι πιθανώς όλοι οι μορφωμένοι Γερμανοί γνώριζαν το όνομα Οραντούρ, όπου μια φάλαγγα των Ες Ες είχε εξοντώσει, στις 10 Ιουνίου του 1944, όσους κατοίκους βρήκε σε αυτή τη γαλλική κωμόπολη. Το Δίστομο, όμως, όπου άλλη μονάδα των Ες Ες, ακριβώς την ίδια ημέρα, έσφαξε τους κατοίκους με ακόμα φρικτότερο τρόπο, ελάχιστοι Γερμανοί το είχαν ακούσει, έως ότου οι επιζήσαντες κινήθηκαν νομικά εναντίον της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας».

Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονταν και οι συνεχείς πιέσεις –που συχνά μεταλλάσσονταν σε έμμεσες απειλές και εκβιασμούς- της Βόννης για την «ακύρωση» και την σιωπηλή επίλυση του ζητήματος των εγκληματιών πολέμων, δηλαδή των πρώην αξιωματικών των ναζί που είχαν κατά καιρούς συλληφθεί σε διάφορες χώρες. Χαρακτηριστική περίπτωση αυτή της πίεσης προς την Ελλάδα ήταν η υπόθεση του Μαξιμίλιαν Μέρτεν, ο οποίος στα τέλη της δεκαετίας του 1950 θα συλληφθεί από τις ελληνικές αρχές ως υπαίτιος της εξόντωσης του εβραϊκού πληθυσμού της Θεσσαλονίκης, θα περάσει από δίκη, θα καταδικαστεί, αλλά τελικά θα αφεθεί ελεύθερος από την κυβέρνηση Καραμανλή με αντάλλαγμα την οικονομική στήριξη της Δ. Γερμανίας προς την Ελλάδα.

Αλλά και από την πλευρά της Αθήνας ήταν σαφής η πρόθεση να συνδράμει στη μεταπολεμική «λήθη» του ναζιστικού παρελθόντος της Γερμανίας, ιδιαίτερα μετά το τέλος του ελληνικού εμφυλίου. Οι ελληνικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις, ευρισκόμενες σε ένα ραγδαία μεταλλασσόμενο ψυχροπολεμικό περιβάλλον όπου η μέχρι πρότινος ηττημένη Γερμανία μεταμορφωνόταν σε ισχυρή οικονομική και εν δυνάμει πολιτική δυτικοευρωπαϊκή δύναμη, ήταν πρόθυμες να αποδεχθούν αυτή την ‘ιστορική λήθη’, ιδιαίτερα υπό το βάρος μιας κατεστραμμένης εθνικής οικονομίας που εναγωνίως αναζητούσε νέες πηγές εξωτερικής βοήθειας, όπως σύντομα θα αποτελούσε η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (ΟΔΓ). «Αυτή η αυτολογοκρισία της επίσημης Ελλάδας – παρατηρεί ο Φλάισερ-, η επιθυμία των κυβερνώντων να φαίνονται αρεστοί στην οικονομικά εύρωστη και ισχυρή ΟΔΓ –και πέρα από τα όρια της διπλωματικής ευγένειας- διατηρήθηκε σχεδόν αμείωτη επί δεκαετίες». Και προσθέτει πως «ο ισχυρισμός του βασιλιά Παύλου ότι ο ‘συμμοριτοπόλεμος’ στοίχισε πολύ περισσότερα θύματα από ό,τι η Κατοχή λειτουργούσε όχι μόνο στην ελληνική πολιτική, αλλά υιοθετήθηκε ενθουσιωδώς και από τους διπλωμάτες της Δυτικής Γερμανίας».

Η μετεμφυλιακή Ελλάδα

Την ίδια περίοδο, με το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου, η ελληνική πολιτική ζωή βρέθηκε υπό την άμεση και έμμεση επιρροή τριών παραγόντων που είχαν αναδυθεί ενισχυμένοι μέσα από την τρομακτική εμφύλια σύγκρουση και τη νέα μεταπολεμική και ψυχροπολεμική Ευρώπη: τους Αμερικάνους, το Στρατό και το Στέμμα. Οι παράγοντες αυτοί επρόκειτο σύντομα να εξελιχθούν σε τρεις ισχυρούς πόλους εξουσίας, δημιουργώντας ένα πολυσύνθετο πλέγμα εξάρτησης του μετεμφυλιακού κοινοβουλευτισμού, έως και το τέλος της δικτατορίας των Συνταγματαρχών το 1974.

Ο αμερικανικός παράγοντας. Ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της μεταπολεμικής αμερικανικής πολιτικής στην Ελλάδα αποτελεί το ακόλουθο απόσπασμα –ένα μείγμα στρατηγικού πραγματισμού, ψυχροπολεμικής ιδεολογικής αντιπαράθεσης και ιστορικών συμβολισμών- από μια όχι και τόσο γνωστή ομιλία που έδωσε τον Φεβρουάριο του 1948 στο Κεντάκι ο Λόι Χέντερσον, επικεφαλής του Στέιτ Ντιπάρτμεντ για ζητήματα της Εγγύς Ανατολής: «Για να κατανοήσουμε την αμερικανική πολιτική στην Ελλάδα –ανέφερε ο Χέντερσον- πρέπει να αναλογιστούμε τις γενικότερες εξελίξεις στην Ευρώπη […] Ο έλεγχος του διεθνούς κομμουνισμού εκτείνεται πλέον σε μια συμπαγή ζώνη από την Αρκτική έως βαθειά στην καρδιά της Γερμανίας. Ωστόσο δεν έχει καταφέρει ακόμη να εισχωρήσει στη Μεσόγειο. Στη νότια επέλασή τους, οι διεθνείς κομμουνιστές έχουν αντιμετωπίσει ισχυρά εμπόδια τα οποία έχουν επιβραδύνει την πρόοδό τους. Ένα από αυτά είναι η Ελλάδα, αυτή η χώρα των ηλιοκαμένων βράχων που πριν από 2.000 χρόνια γέννησε τον πολιτισμό μας και η οποία τώρα προσπαθεί να διατηρήσει την ανεξαρτησία της».


Ο Στρατός. Η μεταξική δικτατορία αποτέλεσε τη μεγαλύτερη επικύρωση της σταδιακής, προπολεμικής, ‘πολιτικοποίησης’ του Στρατού και ταυτόχρονα προσέφερε το ιδεολογικό ‘οπλοστάσιο’ στο οποίο βασίστηκε η αντίστοιχη μεταπολεμική ‘πολιτικοποίηση ‘ των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων. Οι ακραίες καταστάσεις του εμφυλίου και η αυξανόμενη επιρροή των ΗΠΑ στη πολιτική ζωή δημιούργησαν τις απαραίτητες συνθήκες για την όλο και μεγαλύτερη εμπλοκή του Στρατού στα πολιτικά πράγματα της χώρας, με κορύφωση το πραξικόπημα των Συνταγματαρχών τον Απρίλιο του 1967.

Το Στέμμα. Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, η ανάρρηση στο θρόνο του Παύλου Α’ (1η Απριλίου, 1947), συνέπεσε με τη διαδοχή των Βρετανών από τους Αμερικάνους στον έλεγχο της χώρας. Το βασιλικό ζεύγος επρόκειτο να εμπλακεί άμεσα στις πολιτικές εξελίξεις. Το «καλό Παύλο» θα υπερφαλαγγίζει η δυναμική και άμετρα φιλόδοξη Φρειδερίκη. Καθοριστικός επρόκειτο να είναι και ο ρόλος της κατά τη διάρκεια της βασιλείας του γιου της, Κωνσταντίνου Β’, ο οποίος θα διαδεχθεί τον πατέρα του στις 6 Μαρτίου 1964 μέχρι και τον Ιούνιο του 1973. Με το δημοψήφισμα της 8ης Δεκεμβρίου, 1974, θα σφραγιστεί το τέλος του Στέμματος στην Ελλάδα.

Εισερχόμενοι στο μετεμφυλιακό πολιτικό πεδίο, οι τρεις αυτοί πόλοι ισχύος, οι Αμερικάνοι, ο Στρατός και το Στέμμα δημιούργησαν ένα πλέγμα εξουσίας που διατήρησε τον ελληνικό κοινοβουλευτισμό υπό την, άλλοτε μεγαλύτερη και άλλοτε μικρότερη επιρροή τους, καθιστώντας τον άμεσα και έμμεσα εξαρτημένο από τα κέντρα λήψης αποφάσεων: την αμερικανική πρεσβεία, το Γενικό Επιτελείο Στρατού και το Παλάτι.

Η πολιτική κυριαρχία της Δεξιάς κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 50 (μετά από μια αρχική σύντομη παρένθεση του Κέντρου) ήταν προϊόν τόσο της σταδιακά διαμορφούμενης και περιοδικά κλιμακούμενης πόλωσης στο ελληνικό πολιτικό σκηνικό, όσο και της διεθνούς αποκρυστάλλωσης του διπολικού, ψυχροπολεμικού κόσμου. Αυτή η πολιτική και εκλογική κυριαρχία ξεκίνησε με την ορμητική είσοδο στην πολιτική του στρατιωτικού ηγέτη του Εμφυλίου, του Αλέξανδρου Παπάγου, και του «κινήματός» του, του Ελληνικού Συναγερμού, έναν κατ’ ουσία συνασπισμό δεξιών και κεντροδεξιών πολιτικών ομάδων και προσωπικοτήτων. Ο Στρατάρχης Παπάγος -με την κρίσιμη συνδρομή του Σπύρου Μαρκεζίνη, του ιθύνοντος νου του Συναγερμού- θα κερδίσει τις εκλογές του Νοεμβρίου του 1952 με μια στρατηγική δύο πυλώνων, την πρόταξη της «απειλής» του αντικομμουνισμού και την υπόσχεση για οικονομική ανόρθωση και σταθερότητα.

Υπό αυτό το πρίσμα, η άνοδος και η ακόλουθη κυριαρχία του Παπάγου στην ελληνική πολιτική σκηνή αποτέλεσε την απαρχή της πλήρους έκφρασης και εφαρμογής εκείνων των πολιτικών και ιδεολογικών δυναμικών που σταδιακά δομήθηκαν πρώτα κατά την περίοδο της Αντίστασης και ακολούθως κατά την περίοδο της μεγάλης πόλωσης και του ελληνικού εμφυλίου. Δυναμικές που μεταπολεμικά μετασχηματίστηκαν στους τρεις προαναφερόμενους πόλους ισχύος και οι οποίοι –σε συνεργασία αλλά με διαφορετικό βαθμό επίδρασης ο καθένας- συνέβαλαν στην εδραίωση στην εξουσία της αντικομμουνιστικής Δεξιάς.

Η ηγεμονία της Δεξιάς κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού της δεκαετίας του 1950 θα επικυρωθεί, μετά το θάνατο του Παπάγου, με τη διαδοχή του από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και την ίδρυση της Εθνικής Ριζοσπαστικής Ένωσης (ΕΡΕ). Όμως στα τέλη της δεκαετίας του 50 και στις αρχές της δεκαετίας του 60, οι πολιτικές και κοινωνικές διεργασίες στο εσωτερικό της χώρας θα θέσουν υπό απειλή την ηγεμονία της ελληνικής Δεξιάς. Πρώτα το 1958, με την άνοδο στην αξιωματική αντιπολίτευση της Αριστεράς με την ΕΔΑ, μετά με τις εκλογές ‘βίας και νοθείας’ του 1961 και τέλος με τις συνεχόμενες εκλογικές νίκες, το 1963 και 1964, της ενωμένης Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου.

Οι κυβερνήσεις του Κέντρου, όμως, δεν έθεσαν μόνο τέλος στη μεταπολεμική και μετεμφυλιακή πολιτική κυριαρχία της ελληνικής Δεξιάς, αλλά ταυτόχρονα απείλησαν την ιδεολογική ηγεμονία του ευρύτερου μεταπολεμικού και μετεμφυλιακού πλέγματος εξουσίας στη χώρα. Η σύγκρουση κορυφής ανάμεσα στον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Κωνσταντίνο Β΄ για τον έλεγχο των Ενόπλων Δυνάμεων, δεν αποτελούσε μόνο μια αντιπαράθεση ανάμεσα στα δύο ύψιστα σύμβολα της κρατικής εξουσίας. Επρόκειτο για μια σύγκρουση, μια ρήξη, που έφτανε στον πυρήνα του μεταπολεμικού και μετεμφυλιακού πλέγματος που είχαν υφάνει οι τρεις πόλοι εξωκοινοβουλευτικής ισχύος στην Ελλάδα.

Είκοσι σχεδόν χρόνια μετά την ιστορική του ομιλία της Απελευθέρωσης, τον Απρίλιο του 44, ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου προχωρούσε στην πιο σημαντική ρήξη της πολιτικής του σταδιοδρομίας, απέναντι στο μεταπολεμικό πλέγμα εξουσίας το οποίο και ο ίδιος, δίχως αμφιβολία, είχε κατά καιρούς συνδράμει. Το αποτέλεσμα θα ήταν δραματικό. Τον Ιούλιο του 1965, οι δυναμικές των τριών εξωκοινοβουλευτικών συνιστώσεων έφτασαν στο αποκορύφωμά τους, προκαλώντας τη σημαντικότερη μετεμφυλιακή πολιτική κρίση. Ακολουθεί η παρασκηνιακή ανατροπή της κυβέρνησης της Ενώσεως Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου, η όξυνση του πολιτικού κλίματος, η ένταση των εξωκοινοβουλευτικών απειλών από το παρακράτος και τις στρατιωτικές συνωμοτικές οργανώσεις.


Στις 28 Οκτωβρίου του 1965, στην εικοστή πέμπτη επέτειο της ιστορικής ημερομηνίας, ΤΟ ΒΗΜΑ θα δημοσιεύσει, παραδοσιακά, ένα κύριο άρθρο, που όμως αυτή τη φορά θα διαπνέεται από το κλίμα της οξείας πολιτικής κρίσης που περνούσε τότε η χώρα. Έγραφε: «Η 28η Οκτωβρίου 1940 αποτελεί μιαν απλήν επανάληψιν εις τον χρόνον πολλών, ηθικώς ισοδύναμων στιγμών της ελληνικής ιστορίας, με την ταυτόσημον και αδιάλειπτον παρουσίαν των οποίων αυτοβεβαιούται ο ελληνισμός ως αξία… Ουδέποτε ο ελληνικός λαός ηττήθη αγωνιζόμενος δια τα εθνικά του ιδεώδη, δια την Ελλάδα, η φιλοσοφία της οποίας συνοψίζεται εις την ελευθερίαν, εσωτερικήν ή εξωτερικήν. Η αυτή αισιοδοξία εμπνέει και τον σημερινόν του αγώνα δια τον σεβασμόν των δικαιωμάτων του πολίτου, δια την προστασίαν του πολιτεύματος και των συνυφασμένων με αυτό θεσμών του, δια την ηθικήν εξυγίανσιν του δημοσίου βίου. Απλώς αντικατεστάθη ο ηρωισμός του πολεμιστού με τον ηρωισμόν του πολίτου. Και η νίκη, νίκη ιστορική και εθνική, θα βραβεύση συντόμως τας θυσίας και θα δικαιώση δι’ άλλην μίαν φοράν την εμμονήν εις τας αιώνιας αρχάς του ελληνισμού».

Όμως η διετής σχεδόν πολιτική κρίση δεν έληξε με μια δημοκρατική νίκη, δηλαδή με τις προκηρυσσόμενες εκλογές για τον Μάιο του 1967, αλλά με μια ήττα για τη δημοκρατία, με το στρατιωτικό πραξικόπημα του Απριλίου του 1967. Ένα νέο βάραθρο για την ελληνική κοινωνία και την πολιτική ζωή της χώρας άνοιγε.

Η μεταπολιτευτική Ελλάδα

Η μεταπολίτευση, μια νέα απελευθέρωση που ήλθε τριάντα χρόνια μετά από εκείνην από τα ναζιστικά στρατεύματα, έθεσε εξαρχής στην Ελλάδα μια σειρά από κρίσιμες προκλήσεις. Εκείνο το φθινόπωρο του 74, η χώρα αντιμετώπιζε πολύπλευρες απειλές. Την τούρκικη επιθετικότητα στην Κύπρο και το Αιγαίο, τα υπολείμματα της χούντας που συνέχιζαν, συνωμοτώντας, να απειλούν εκ νέου το πολίτευμα, τη συνεχιζόμενη κοινωνική πόλωση, αλλά και τους κινδύνους από την παραπαίουσα, όπως την είχε αφήσει το στρατιωτικό καθεστώς, ελληνική οικονομία. Με άλλα λόγια, η αισιοδοξία που είχε έλθει με την επιστροφή της δημοκρατίας μετριαζόταν από απειλητικά, σκοτεινά σύννεφα στον ορίζοντα.

Οι λεπτοί χειρισμοί του πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Καραμανλή, τόσο στο εξωτερικό μέτωπο, όσον αφορά την Τουρκία και το ΝΑΤΟ, όσο και στο εσωτερικό, με την αναγνώριση του ΚΚΕ, τον έλεγχο του Στρατού και την προστασία των ευάλωτων ακόμη δημοκρατικών θεσμών, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ώστε η χώρα να εισέλθει και πάλι στον ομαλό κοινοβουλευτικό βίο.

Η αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα σφραγίστηκε με τις εκλογικές διαδικασίες του 1974 και του 1977 –όπου κυριάρχησε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής- και επιβεβαιώθηκε με τις εκλογές του 1981, με την επικράτηση του ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα Παπανδρέου και την αναδιάταξη του πολιτικού σκηνικού. Το ίδιο έτος η Ελλάδα ολοκλήρωνε ένα στόχο δεκαετιών, γινόμενη δεκτή και επίσημα ως χώρα-μέλος της ΕΟΚ.

Έτσι, στις αρχές της δεκαετίας του 80, η Ελλάδα ατένιζε το μέλλον με καθαρότερη αισιοδοξία, καθώς τα περισσότερα σύννεφα της πρώιμης μεταπολιτευτικής περιόδου –εσωτερικά και εξωτερικά- είχαν διαλυθεί. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα βρισκόταν μπροστά σε μια μεγάλη πρόκληση. Το πέρασμά της από μια έως το 1974 εξαρτημένη πολλαπλώς περιφερειακή χώρα της Ευρώπης, σε μια σύγχρονη και οικονομικά ανταγωνιστική ευρωπαϊκή δημοκρατία. Κάνοντας ένα χρονικό άλμα προς το μέλλον, στο σημερινό παρόν και την τρομερή κρίση που περνά η χώρα, είναι σαφές πως η Ελλάδα απέτυχε να ανταποκριθεί στην κρίσιμη αυτή πρόκληση.

Η εξήγηση αυτής της αποτυχίας είναι σύνθετη. Ωστόσο, η αρχή της είναι κατά βάση πολιτική και εδράζεται στο πρώτο μισό της μεταπολίτευσης και στη δομική διαμόρφωση του μεταπολιτευτικού συστήματος όπως το γνωρίζαμε, τουλάχιστον μέχρι τη τελευταία διπλή εκλογική αναμέτρηση.

Η εκλογική και κατά συνέπεια πολιτική κυριαρχία, πρώτα της ΝΔ στην αρχή της Μεταπολίτευσης, και μετά του ΠΑΣΟΚ, για το μεγαλύτερο μέρος της υπόλοιπης μεταπολιτευτικής περιόδου, κατέστησε τους δύο αυτούς κομματικούς πυλώνες του δικομματισμού αποκλειστικούς διαχειριστές της διακυβέρνησης. Αυτή η σχεδόν ηγεμονική κυριαρχία, έφερε αρχικά την κομματικοποίηση του κράτους, όπου τα δύο κόμματα χρησιμοποίησαν το κράτος ως μηχανισμό διατήρησης και αύξησης των «κομματικών στρατών» τους.

Ωστόσο, και σε αυτή την περίπτωση, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ επρόκειτο, σύντομα, να καταστούν τα ίδια, θύματα αυτής της τακτικής. Σταδιακά, η κομματικοποίηση του κράτους άρχισε να μετεξελίσσεται και σε κρατικοποίηση των κομμάτων.

Η μεταμόρφωση των κομμάτων του δικομματισμού αποκλειστικά σε οχήματα κατάκτησης της εξουσίας και η διαμόρφωση των εσωτερικών τους δομών υπό αυτό και μόνο το πρίσμα οδηγούσαν σταδιακά σε ένα στρατηγικό αδιέξοδο, το οποίο, όμως, τα δύο κόμματα, ή μάλλον οι ηγεσίες τους, αδυνατούσαν να προβλέψουν, καθώς βρίσκονταν αυτό-εγκλωβισμένες ανάμεσα στις υποσχέσεις τους για εκλογική επιτυχία και στις προσδοκίες των «κομματικών στρατών».

Εντός αυτού του πλαισίου, τα δύο κυρίαρχα κόμματα της Μεταπολίτευσης βρέθηκαν αντιμέτωπα με το «πολιτικό κόστος», που δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά την αδυναμία τους να υπερβούν αυτές τις υποσχέσεις και προσδοκίες και να προχωρήσουν στις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που τόσο χρειαζόταν και χρειάζεται η χώρα και ιδιαίτερα ο δημόσιος τομέας και δημόσια διοίκηση. Η έκρηξη της κρίσης των τελευταίων δύο ετών πρόκειται, ουσιαστικά, για το βαθύτερο αποτέλεσμα της αποτυχίας των ελληνικών κομμάτων να υπερβούν τις αδυναμίες τους.

Παρά τις οποίες, ωστόσο, εμφανείς πολιτικές και οικονομικές αδυναμίες η Ελλάδα εξακολουθούσε να διατηρεί την μεταπολιτευτική της αισιοδοξία. Ίσως όχι δίχως κάποιο λόγο. Γιατί, πριν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2010, η περίοδος της Μεταπολίτευσης εξακολουθούσε να παραμένει η σταθερότερη πολιτική και οικονομική περίοδος που είχε ζήσει η χώρα στη σύγχρονη πολιτική της ιστορία. Ίσως εδώ πρέπει να παραθέσω κάποιους αριθμούς, ώστε αυτή η εικόνα να γίνει πιο σαφής.

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Κατοχή, η Ελλάδα έζησε μια εξαιρετικά ασταθή κοινοβουλευτική περίοδο. Σε 23 χρόνια, από το 1944 και την Απελευθέρωση μέχρι το 1967 και την Χούντα των Συνταγματαρχών, εναλλάχθηκαν στην εξουσία 35 κυβερνήσεις. Μοναδική παρένθεση η ενδεκαετία 1952 – 1963, με τις συγκριτικά μακρόβιες κυβερνήσεις του Αλέξανδρου Παπάγου και του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Δηλαδή, την εν λόγω περίοδο, από το 1944 έως το 1967, η Ελλάδα είχε κατά μέσο όρο νέα κυβέρνηση περίπου κάθε έξι μήνες!

Μετά την πτώση της Χούντας, στη Μεταπολίτευση ο ελληνικός κοινοβουλευτισμός εμφανίζει μακράν την πιο σταθερή του περίοδο. Από το 1974 έως το 2010, σε ένα διάστημα δηλαδή 36 χρόνων, είχαν σχηματιστεί 13 κυβερνήσεις. Η εικόνα μεταλλάσσεται αυτόματα τα τελευταία δύο χρόνια της οικονομικής κρίσης, όπου έχουν σχηματιστεί τρεις κυβερνήσεις, η πρώτη υπό τον τραπεζίτη Λουκά Παπαδήμο, η προσωρινή κυβέρνηση του Παναγιώτη Πικραμένου και η σημερινή κυβέρνηση συνεργασίας Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ υπό τον πρωθυπουργό Αντώνη Σαμαρά.

Ας επιστρέψουμε, όμως, για λίγο στο 1990. Μισό αιώνα από το ‘όχι’ του 40, η Ελλάδα, είχε πλέον συνηθίσει να ζει σε διαφορετικές συνθήκες. Η πτώση της χούντας είχε απομακρύνει οριστικά από την πολιτική σκηνή πρώτα το Στρατό και έπειτα, με το δημοψήφισμα του Δεκεμβρίου του 1974, και το Στέμμα. Η Γ΄ Ελληνική Δημοκρατία είχε καταφέρει να απαλλαγεί από τα στοιχεία της «εξαρτημένης» μεταπολεμικής ελληνικής Δημοκρατίας, δηλαδή τα Ανάκτορα, τις επεμβάσεις του Στρατού, τις άμεσες παρεμβάσεις των ξένων, και το παρακράτος. Ωστόσο, τα κόμματα δεν είχαν καταφέρει να απαλλαγούν από την πελατειακή εξάρτηση που τόσες δεκαετίες διέπει τη σχέση τους με τους ψηφοφόρους. Αντίθετα, τις καλλιεργούσαν εκ νέου και μάλιστα με μεγαλύτερη συνέχεια και οργάνωση.

Σε μια περίοδο –την μεταπολιτευτική- κατά την οποία κατάφερε να απεξαρτηθεί από όλους εκείνους τους μεταπολεμικούς παράγοντες εξάρτησης που είχαν γεννηθεί μέσα από τις φλόγες και τις στάχτες του β΄ παγκοσμίου πολέμου, η Ελλάδα τις αντικατέστησε με άλλους παράγοντες εξάρτησης: με την καλλιέργεια και διόγκωση των πελατειακών σχέσεων ανάμεσα στα κόμματα και τους ψηφοφόρους, με την αδράνεια του κράτους, και με τα ισχυρά οικονομικά συμφέροντα, εγχώρια και ξένα, που απέκτησαν ισχυρή πρόσβαση στα δύο (πρώην) κόμματα εξουσίας. Οι νέες εξαρτήσεις δημιούργησαν σταδιακά ένα άδικο και αναποτελεσματικό κράτος και όρισαν τις συνθήκες για τη σημερινή σφοδρή πολύπλευρη κρίση.

Έτσι, το ευρωπαϊκό όραμα των τελευταίων δεκαετιών σήμερα μοιάζει με εφιάλτη. Κι αυτό γιατί η Ελλάδα απέτυχε, μέσα σε αυτές τις δεκαετίες να συγχρονίσει το κράτος της με την ευρωπαϊκή κατεύθυνση που είχε επιλέξει.
Ίσως η μεγαλύτερη αποτυχία του μεταπολιτευτικού συστήματος είναι αυτή ακριβώς η επιστροφή του ζητήματος της οικονομικής ανεξαρτησίας και της εθνικής κυριαρχίας στον πυρήνα του δημοσίου διαλόγου. Για ακόμη μια φορά, όπως είχε συμβεί αρκετές φορές στο παρελθόν, οι φράσεις «απώλεια εθνικής κυριαρχίας», «πολιτική και οικονομική υποτέλεια» και «νέα αποικιοκρατία» απέκτησαν επίκαιρη διάσταση.

Πρόκειται, επίσης, για μια αποτυχία πολλαπλή, δηλαδή σε πολλά αλληλοεξαρτώμενα πεδία. Πρώτα από όλα στο πολιτικό πεδίο. Τριάντα χρόνια μετά την επίσημη ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ (1.1.81), αλλά και νωρίτερα, από όταν ξεκίνησε η ευρωπαϊκή επιλογή της χώρας, τα πολιτικά κόμματα της χώρας ξόδεψαν τις αλλεπάλληλες ευκαιρίες που είχαν ώστε να μετατραπεί η ευρωπαϊκή είσοδος της χώρας σε μεταρρυθμιστικό μοχλό στο εσωτερικό. Στο κοινωνικό πεδίο, η ελληνική κοινωνία δεν «ενημερώθηκε» ποτέ, ούτε και «αποδέχθηκε» πραγματικά τις προκλήσεις, αλλά και τις δυσκολίες και τις προσπάθειες που απαιτούνταν, πρώτα για την ένταξη της χώρας στην ΕΟΚ και έπειτα για τον εκσυγχρονισμό του ελληνικού κράτους, απαραίτητα ζητούμενα ώστε να μπορέσει η Ελλάδα να εκπληρώσει επαρκώς την ευρωπαϊκή της στρατηγική επιλογή. Στο οικονομικό, τέλος, πεδίο, οι χρόνιες αδυναμίες επιδεινώθηκαν περαιτέρω με μια υπερδιόγκωση των δημοσίων δαπανών και του δημοσίου τομέα τη δεκαετία του ’80, η οποία συμπληρώθηκε με έναν υπέρμετρο ιδιωτικό καταναλωτισμό από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 έως και πριν από λίγα χρόνια.

Επιμύθιο

Τα τελευταία τρία χρόνια η Ελλάδα βρίσκεται στη δίνη μιας τρομερής οικονομικής κρίσης. Μέσα σε αυτό το διάστημα, η οικονομική κρίση αναπαράχθηκε τόσο ως κοινωνική κρίση όσο και ως πολιτική. Ο κοινωνικός ιστός της χώρας έχει μέσα σε αυτό το σύντομο διάστημα δεχθεί αλλεπάλληλα πλήγματα, με αποτέλεσμα οι Έλληνες να βρίσκονται σε μια συνεχή κατάσταση απογοήτευσης, οργής, αγωνίας και ανασφάλειας. Την ίδια στιγμή, το πολιτικό σύστημα της Μεταπολίτευσης, όπως το ξέραμε ως και το 2009, έχει φθάσει στο τέλος του. Η φθορά που προξένησε η δημοσιονομική κρίση και η ραγδαία πτώση των συνθηκών διαβίωσης των Ελλήνων προκάλεσε μια μεγάλη εκλογή υποχώρηση των δύο πυλώνων του δικομματισμού. Παραδοσιακές μεταπολιτευτικές δυνάμεις δυσκολεύονται να κινηθούν στο νέο αχαρτογράφητο πολιτικό τοπίο, ο λαϊκισμός κυριαρχεί, ενώ ιδιαίτερα ανησυχητικά φαινόμενα, όπως η άνοδος της ακροδεξιάς, ωφελούνται από την αυξανόμενη ανεργία, το ανεξέλεγκτο μεταναστευτικό ρεύμα, αλλά κυρίως από την πολιτική και ηθική χρεοκοπία του μεταπολιτευτικού κομματικού συστήματος.

Είναι σαφές πως με τις τρομακτικές διαστάσεις που έχει λάβει η ελληνική κρίση, η επιβαλλόμενη λιτότητα από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να σπάσει το φαύλο κύκλο της βαθειάς ύφεσης στην οποία έχουμε εισέλθει. Το αντίθετο. Η χώρα βρίσκεται σε συνεχή ύφεση από το 2008, δηλαδή επί πέντε συναπτά έτη. Δίχως μέτρα ανάπτυξης που θα συμπληρώνουν και θα εξισορροπούν τις απαραίτητες περικοπές και μεταρρυθμιστικές κινήσεις αυτός ο φαύλος κύκλος δεν θα σπάσει.

Είναι επίσης αλήθεια πως η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαχειριστεί την ελληνική κρίση –αλλά και του ευρύτερου ευρωπαϊκού νότου- κυρίως όμως την ελληνική, με λάθος τρόπο. Ειδικότερα όσον αφορά τη Γερμανία, που αποτελεί σε αντίθεση με το ΔΝΤ ευρωπαϊκό εταίρο της Ελλάδας, πολλές από τις επικρίσεις είναι δίκαιες. Οι κοινωνικές επιπτώσεις της πολιτικής λιτότητας που έχει επιβάλλει η Μέρκελ έχουν αρχίσει να διαμορφώνουν ένα πολιτικό χάσμα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία από το 2010 και μετά μοιάζει να βρίσκεται σε μια «ψυχροπολεμική» κατάσταση, που σε τίποτε δεν θυμίζει το «όραμα» της μεταπολεμικής ενωμένης Ευρώπης.

Με βάση όλα τα παραπάνω, είναι πλέον σαφές πως στο Βερολίνο έχει υπάρξει εδώ και μερικά χρόνια μια σταδιακή αλλά αυξανόμενη μετατόπιση πολιτικής. Λιγότερος συμβιβασμός με τους εταίρους, περισσότερη επιβολή οικονομικής πολιτικής ανάλογα με τους γερμανικούς δημοσιονομικούς δείκτες. Ανήμπορη, λόγω του βεβαρυμμένου παρελθόντος της, να εφαρμόσει εδώ και δεκαετίες «σκληρή δύναμη» και να εμπλακεί ενεργά σε μεγάλες κρίσεις ανά τον πλανήτη, η Γερμανία έχει αρχίσει να εφαρμόζει τα ηγεμονικά της αντανακλαστικά μέσω ενός νέου «οικονομικού εθνικισμού», ο οποίος της επιτρέπει να ηγεμονεύει στην Ευρώπη οικονομικο-πολιτικά, χωρίς να την αναγκάζει να απολογείται για αυτή της την ηγεμονία.

Είκοσι χρόνια μετά το Μάαστριχτ, και ενώ το όραμα της ενωμένης Ευρώπης έχει αρχίσει να ξεθωριάζει για τα καλά, ταυτόχρονα αναδύεται και πάλι το «γερμανικό ζήτημα» στην Ευρώπη, συνοδευόμενο από ένα καίριο, ξανά, ερώτημα: αν η Ευρώπη γίνεται περισσότερο Γερμανική… Η ρήση του μεγάλου Γερμανού συγγραφέα Τόμας Μαν, κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, αντηχεί πιο επίκαιρη από ποτέ: «Θέλουμε μια ευρωπαϊκή Γερμανία και όχι μια γερμανική Ευρώπη».

Ωστόσο, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να χρησιμοποιούμε τις λανθασμένες αποφάσεις του Βερολίνου ως άλλοθι για τις δικές μας ευθύνες και τις ευθύνες των πολιτικών κομμάτων. Εξάλλου, η αλήθεια είναι πως κατά καιρούς, τόσο πριν όσο και μετά τη Μεταπολίτευση υπήρξαν αρκετές ψύχραιμες και διορατικές φωνές που προειδοποιούσαν για την επικινδυνότητα της οικονομικής πολιτικής του ελληνικού κράτους αλλά και για την εν δυνάμει θανάσιμη αδράνεια που έδειχναν οι εκάστοτε κυβερνήσεις στη προώθηση των μεταρρυθμίσεων και ειδικότερα στην εξυγίανση του δημοσίου τομέα, που συνήθως αποτελεί την ατμομηχανή της κρατικής πολιτικής και των υπηρεσιών προς τους πολίτες.

Για παράδειγμα, θα αναφέρω ένα άρθρο του αείμνηστου Έλληνα οικονομολόγου Άγγελου Αγγελόπουλο, που δημοσιεύθηκε στο Βήμα στις 15 Σεπτεμβρίου του 1985, στο οποίο –προφητικά όπως μοιάζει τώρα- προειδοποιούσε πως «με την ακολουθούμενη οικονομική πολιτική εξωτερικού δανεισμού είναι πολύ αμφίβολο αν κατά τα προσεχή έτη η Ελλάς θα μπορεί να δανείζεται τόσο σημαντικά ποσά δίχως παρεμβάσεις διεθνών οργανισμών, δίχως δεσμεύσεις έναντι των δανειστών και δίχως υποθήκευση του οικονομικού μέλλοντος της χώρας».
Θεωρώ κρίσιμο σημείο –ως μέρος της διεργασίας εξόδου από την κρίση-
την ανίχνευση των εγχώριων αιτιών και ελλείψεων που μας οδήγησαν στη σημερινή κρίση. Συνεχής υπερδανεισμός, διογκωμένες δημόσιες δαπάνες, πελατειακό κράτος, γραφειοκρατική δημόσια διοίκηση και υπηρεσίες, και απουσία πολιτικής συναίνεσης και ενός εθνικού συλλογικού στόχου ή σχεδίου, όλα αυτά αποτελούν τα συστατικά αυτής της εικόνας που διαμορφώνεται αν κανείς ανατρέξει στη σύγχρονη και όχι τόσο σύγχρονη ιστορία της ελληνικής οικονομίας αλλά και της εσωτερικής πολιτικής. Φωνές –που συχνά διέπουν προς το λαϊκισμό- και οι οποίες προέρχονται από ολόκληρο το φάσμα του πολιτικού πεδίου κάνουν συνεχείς αναφορές σε απώλεια της «εθνικής ανεξαρτησίας», ως αυτή να είναι ένα αξίωμα, και όχι αποτέλεσμα της καλής και έντιμης διακυβέρνησης και των συλλογικών προσπαθειών ενός έθνους, ως να μην συνδέεται με δύσκολες αποφάσεις και συχνά με θυσίες.

Θα αναφέρω και πάλι τον Αγγελόπουλο, που σε ένα από τα άρθρα του, με τίτλο «Δια να γίνη η Ελλάς βιώσιμος και οικονομικώς ανεξάρτητος» (4.12.1957, Βήμα), παρατηρούσε πως «τα οικονομικά συμφέροντα κάθε χώρας προσανατολίζουν πάντοτε και τελικά προσδιορίζουν και την πολιτικήν εξάρτησιν» και πως «αποτέλεσμα της οικονομικής και πολιτικής εξαρτήσεως της Ελλάδος υπό ωρισμένας ξένας χώρας είναι η αδυναμία εξασκήσεως ανεξαρτήτου εξωτερικής πολιτικής».

Θεωρώ κρίσιμο σημείο και την ανίχνευση των λαθών που έχει κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση όσον αφορά όχι μόνο τη συγκεκριμένη κρίση, αλλά και τη γενικότερη πορεία που έχει διαγράψει τα τελευταία χρόνια. Πριν από κάποιες ημέρες η Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβε το Νόμπελ Ειρήνης. Αρχικά αυτή η βράβευση μοιάζει με ειρωνεία. Το σίγουρο είναι πως η ΕΕ δεν έλαβε αυτή τη τιμή για τη διαχείριση της κρίσης και δη της ελληνικής. Η Ευρώπη αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει μια αναζωπυρωμένη κοινωνική οργή απέναντι σε αδιάφορες κοινωνικά και ελεγχόμενες οικονομικά ηγεσίες, που έχουν γυρίσει την πλάτη τους στον πραγματικό λόγο για τον οποίον η Ευρωπαϊκή Ένωση έλαβε το Νόμπελ Ειρήνης: για τους θεσμούς που δημιούργησε ώστε η ευρωπαϊκή ήπειρος να απολαμβάνει τη μεγαλύτερη περίοδο σταθερότητας, δημοκρατίας και ευημερίας μετά τον εφιάλτη του β΄ παγκοσμίου πολέμου. Θα έλεγα πως το Νόμπελ Ειρήνης δόθηκε στην Ευρωπαϊκή Ένωση όχι ως τιμή ή βραβείο επίτευξης, αλλά ως υπενθύμιση. Των αξιών της και των υποχρεώσεών της.

Όπως επίσης δεν πρέπει να ξεχνάμε, ως Έλληνες, πως η Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί ένα ιδιόμορφο μωσαϊκό χωρών. Δεν πρόκειται για τις ΗΠΑ. Αλλά, όπως μου είχε δείξει η εμπειρία μου στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ήταν και εξακολουθεί να είναι μια ένωση κρατών και σύγκρουση συμφερόντων. Και πως η διαπραγμάτευση αποτελεί συστατικό εργαλείο και στοιχείο της ΕΕ. Όπως το είχε αντιληφθεί και το έκανε με επιτυχία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1975 στις διαπραγματεύσεις του με τον Χέλμουτ Σμιτ, διεκδικώντας με επιτυχία τη γερμανική στήριξη για την ένταξη άνευ άλλων όρων της Ελλάδας στην ΕΟΚ. Αλλά και ο Ανδρέας Παπανδρέου δέκα χρόνια αργότερα, στα μέσα της δεκαετίας του 80, διεκδικώντας από τους Χέλμουτ Κολ και Μάργκαρετ Θάτσερ πρόσθετα ευρωπαϊκά κονδύλια για την Ελλάδα.Ετσι προέκυψαν τα Ολοκληρωμένα Μεσογειακά Προγράμματα.Αργότερα η Θάτσερ θα γράψει: «Ουδέποτε συμπάθησα τον Παπανδρέου,αλλά συχνά στις Συνόδους Κορυφής έδινε με επιτυχία μάχες για τη χώρα του».

Εκτιμώ, πως βασισμένοι στις δικές μας δυνάμεις, όσο δύσκολα κι αν φαίνονται τα πράγματα τώρα, η Ελλάδα θα καταφέρει να εξέλθει από τη σημερινή κρίση. Όχι ως μια κατακερματισμένη κοινωνία, αλλά ως μια κοινωνία με δημιουργικές προθέσεις και θετικές δυνάμε
Σαν σήμερα, πριν από 72 χρόνια, ο β’ παγκόσμιος πόλεμος έπεφτε σαν κεραυνός στην Ελλάδα. Και μετά από την πρώτη λαμπρή πράξη του ελληνικού ηρωισμού, στα βουνά της Αλβανίας, η κατοχή ήλθε σαν μια μακρά σκοτεινή νύχτα.

28 Οκτωβρίου 1942. Σαν σήμερα, πριν από ακριβώς 7 δεκαετίες. Βρήκα και άνοιξα το πρωτοσέλιδο του Βήματος εκείνης της ημέρας.
Το βλέμμα μου έπεσε και στο χρονογράφημα του Π. Παλαιολόγου. Μιλούσε για τους νέους, αλλά καθώς το διάβαζα αισθάνθηκαν πως πίσω από τις λέξεις μιλούσε για περισσότερα πράγματα χωρίς να τα αναφέρει. Χωρίς να μπορεί να τα αναφέρει. Αντί επιλόγου, θα σας διαβάσω ένα απόσπασμα από εκείνες τις λίγες σειρές που δημοσιεύθηκαν πριν από ακριβώς 70 χρόνια:
«Πόσο λίγο ξέρουμε τα νιάτα… Όταν μας βλέπει κανείς τόσο ανύποπτους εμπρός στις ανησυχίες τους θα σχημάτιζε την εντύπωση ότι δεν περάσαμε κι εμείς από τις τάξεις της νεότητος, ότι δεν συγκινηθήκαμε από τις ίδιες συγκινήσεις, ότι δε νοιώσαμε κι εμείς την ανάγκη να μας πιστέψουν. Την πίστη μας ζητούν αυτοί που έρχονται. Να πιστέψουμε ότι θα μας φθάσουν και θα μας περάσουν. Να πιστέψουμε ότι σε χέρια καλύτερα από τα δικά μας θα εμπιστευθούμε την κληρονομιά μας. Να πιστέψουμε στη μονάδα, να πιστέψουμε στο σύνολο. Και ειλικρινείς στην πίστη μας να θερμάνουμε και να εδραιώσουμε τη δική τους πίστη (…) Πίστη στα νιάτα. Αυτήν μας ζητούν. Και οφείλουμε να μην τους την αρνηθούμε». (28 Οκτωβρίου, 1942)

ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΩΜΑΙΟΣ

ΣΥΝΔΕΘΕΙΤΕ