28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940. Επέτειος για αυτογνωσία
Στις 26 Οκτωβρίου 1940, ημέρα Σάββατο, στην Αθήνα βρισκόταν καλεσμένος ο μοναδικός απόγονος του Πουτσίνι για να παρακολουθήσει την όπερα του πατέρα του «Μπάτερφλαϋ» στο Εθνικό Θέατρο. Στο πρόγραμμα των εκδηλώσεων συμπεριλαμβανόταν και μια μεγάλη κοσμική δεξίωση στην ιταλική πρεσβεία μετά το πέρας της παράστασης. Ο Ιταλός πρέσβης, Εμμανουέλε Γκράτσι, είχε εντωμεταξύ ενημερωθεί ότι κατά τη διάρκεια του Σαββάτου θα λάμβανε, τμηματικά, ένα σημαντικό τηλεγράφημα, το ιταλικό τελεσίγραφο της επίθεσης. Ο Γκράτσι συζήτησε το ενδεχόμενο ματαίωσης της δεξίωσης με τον στρατιωτικό του ακόλουθο Μοντίνι, όμως αποφάσισαν πως μια τέτοια απόφαση θα δημιουργούσε υποψίες και θα αναιρούσε τον επιδιωκόμενο ιταλικό αιφνιδιασμό. Αποφασίστηκε η δεξίωση να πραγματοποιηθεί κανονικά. Το τηλεγράφημα αποκρυπτογραφήθηκε πλήρως κατά τη διάρκεια της δεξίωσης που ακολούθησε την παράσταση.
Αργά τη νύχτα, μετά τη δεξίωση, ο Γκράτσι κατάφερε να διαβάσει ολόκληρο το τηλεγράφημα, το οποίο ανέγραφε πως η ιταλική κυβέρνηση ζητούσε από την Ελλάδα να της παραδώσει στρατηγικά σημεία της χώρας, πως η διακοίνωση του τελεσίγραφου έπρεπε να γίνει στις 03.00 της 28ης Οκτωβρίου και πως η κίνηση των ιταλικών στρατευμάτων θα ξεκινούσε τρεις ώρες αργότερα, στις 06.00. «Τα πάντα είχαν υπολογιστεί ώστε ο πόλεμος να καταστεί αναπόφευκτος», σημειώνει ο Γκράτσι στα απομνημονεύματά του με τίτλο «Η αρχή του τέλους». Και συνεχίζει, περιγράφοντας τις επόμενες δραματικές ώρες: «Την καθορισμένη ώρα δέκα περίπου λεπτά πριν από τις 3, ο στρατιωτικός ακόλουθος, ο διερμηνέας και εγώ φθάσαμε στην καγκελόπορτα της μικρής βίλλας, όπου έμενε ο Πρωθυπουργός.
Ο φρουρός άρχισε να κτυπά ένα ηλεκτρικό κουδούνι που επικοινωνούσε με το εσωτερικό του σπιτιού, αλλά το υπηρετικό προσωπικό κοιμόταν. Περιμέναμε για μερικά ατελείωτα λεπτά μπροστά στην καγκελόπορτα. Μες την βαθειά σιωπή της νύκτας ακουγόταν το γαύγισμα ενός σκύλου. Επί τέλους το κουδούνισμα ξύπνησε τον ίδιο τον Μεταξά, ο οποίος έκαμε την εμφάνισή του σε μία μικρή πόρτα υπηρεσίας και, αναγνωρίζοντας με, διέταξε τον φρουρό να με αφήσει να περάσω. Οι δύο συνοδοί μου έμειναν στον δρόμο περιμένοντας με, έξω από την καγκελόπορτα…Μου έσφιξε το χέρι, με έβαλε μέσα και με άφησε να περάσω σε ένα μικρό σαλόνι...Μόλις καθίσαμε του είπα ότι η Κυβέρνηση μου είχε αναθέσει να του κάμω μια άκρως επείγουσα ανακοίνωση και χωρίς άλλα λόγια του έδωσα το κείμενο. Ο Μεταξάς άρχισε να διαβάζει. Τα χέρια του κρατούσαν το χαρτί και έτρεμαν ελαφρά και μέσα από τα γυαλιά του έβλεπα τα μάτια να βουρκώνουν, όπως συνήθιζε όταν ήταν συγκινημένος. Όταν τελείωσε την ανάγνωση, με κοίταξε κατά πρόσωπο και μου είπε με φωνή λυπημένη αλλά σταθερή: «Ώστε πόλεμος λοιπόν» (είπε στα γαλλικά).
Το μεσημέρι, το ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία» μετατράπηκε σε κέντρο των πολεμικών επιχειρήσεων καθώς εκεί μεταφέρθηκε το Γενικό Στρατηγείο και τα γραφεία του Γεωργίου και του Μεταξά. Λίγο αργότερα, εξεδόθη το πρώτο πολεμικό ανακοινωθέν από το Γενικό Στρατηγείο: «Αί Ιταλικαί στρατιωτικαί δυνάμεις προσβάλλουν από τας 5.30 σήμερον τα ημέτερα τμήματα προκαλύψεως της Ελληνοαλβανικής μεθορίου. Αι ημέτεραι δυνάμεις αμύνονται του πατρίου εδάφους». Ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος είχε πια φτάσει και στην Ελλάδα και μια μεγάλη, συγκλονιστική περίοδος έκλεινε για τη χώρα, υπό τις τρομερές βοές του νέου πολέμου.
Οι Γερμανοί μπήκαν στην ελληνική πρωτεύουσα στις 27 Απριλίου. Στις 3 Μαΐου τα γερμανικά στρατεύματα παρέλασαν στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας. Οι Αθηναίοι έμειναν κλεισμένοι στα σπίτια τους… Η Πηνελόπη Δέλτα, κόρη του Εμμανουήλ Μπενάκη, με πλούσιο συγγραφικό έργο και κοινωνική δράση, αυτοκτόνησε παίρνοντας δηλητήριο την ώρα που ο γερμανικός στρατός έμπαινε στην Αθήνα. Στην ταφόπλακά της, στον κήπο του αρχοντικού της στην Κηφισιά, ζήτησε να γραφεί μόνο μια λέξη : «Σιωπή».
Τη στάση–απάντηση του ελληνικού λαού κατέγραψε στο ημερολόγιό του ο Γιώργος Θεοτοκάς: «Ο ερχομός των Γερμανών. Πρώτη αντίδραση του πληθυσμού η περιέργεια. Αμέσως ύστερα η απογοήτευση. Τους περίμενε πολύ πιο σπουδαίους και στην εμφάνιση και στην οργάνωση. Αγάπη για τους Γερμανούς δεν υπήρχε ποτέ στην Ελλάδα, υπήρχε όμως ανέκαθεν ένας θολός θαυμασμός από μακριά (για τη δύναμη τους,το σύστημα τους και τη σοβαρότητα τους).Η επαφή μαζί τους κλόνισε αυτό τον θαυμασμό.Η απογοήτευση κορυφώθηκε όταν άρχισαν να φέρονται άσκημα,να πατούν τα σπίτια,να αρπάζουν τα πάντα.Ο πληθυσμός σχημάτισε την εντύπωση πως κάνουν πόλεμο για ό,τι βρίσκουν στις κατακτημένες χώρες,πως δεν σκοτίζονται για άλλο τίποτα στον κόσμο.Αρχισε τότε να τους κοιτάζει σαν κατώτερους του»
Τον Ιανουάριο 1945 με τίτλο «Ελληνικά Πεπρωμένα» και δημοσιευμένο στα «Καθημερινά Νέα» ,με το διεισδυτικό βλέμμα ο Γιώργος Θεοτοκάς γυρίζει πίσω και αναλογίζεται αυτήν την περίοδο, από την κατάρρρευση των κομμάτων των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών και την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας μέχρι τον ερχομό του πολέμου και την ηρωϊκή Αντίσταση. Και ύστερα, γεμάτος ανησυχία αλλά και ελπίδα ταυτόχρονα, ο λογοτέχνης στρέφει το βλέμμα του στη νέα περίοδο που ξεκινούσε τότε για τη χώρα και η οποία, σφυρηλατημένη μέσα στις φλόγες του πολέμου, θα έκρυβε καινούργιες περιπέτειες για τους Έλληνες: «Η μεταξική δικτατορία –γράφει ο Θεοτοκάς- ίσως φανεί εκ των υστέρων στους ιστορικούς σαν μια λογική συνέπεια του διλήμματος του βενιζελισμού-αντιβενιζελισμού…
Οι δύο μεγάλες λαϊκές μερίδες είχανε κουραστεί και, μές σε τόσους στείρους αγώνες, είχαν αρχίσει ν’ αμφιβάλλουν για την ιερότητα των αντιφατικών «ελευθεριών» τους. Ο δικτάτορας επιβλήθηκε εύκολα. Σχεδόν κανείς δεν τον ήθελε, όμως πρέπει να ομολογήσουμε πως κανείς δεν είχε αληθινή όρεξη να δώσει μάχη για να τον ρίξει. Ήταν μια περίοδος απιστίας και λησμονιάς. Και να άξαφνα η 29η Οκτωβρίου 1940, η «μέρα-θαύμα», όπου μέσα από τα λιμνασμένα νερά των παλιών εμφύλιων παθών, ξεπετάχθηκε ξανανιωμένη και νικηφόρα η ενιαία συνείδηση του Ελληνισμού. Και δεν ήτανε μονάχα ο βενιζελισμός κι ο αντιβενιζελισμός που γινόντανε ένα, παρά όλες οι αντιθέσεις, κοινωνικές, ψυχολογικές, τοπικές, φυλετικές, η Παλαιά Ελλάδα, οι Νέες Χώρες, η Μικρασία, το Βυζάντιο, το Εικοσιένα.
Μια θαυματουργή ισορροπία δυνάμεων, θελήσεων, επιδιώξεων, ελπίδων εμπρός στη διπλή επιδρομή, χωρίς συμβολικούς ήρωες τούτη τη φορά, μα με μιά μεγάλη ομαδική αυτοπεποίθεση, που αντικαθιστούσε τους αρχηγούς, μια κοινή πίστη που γεννούσε τις πιό ωραίες ελπίδες. Καί τούτη την ισορροπία τη χάσαμε. Μας φαίνεται τώρα σα ν’ αγγίσαμε με τα δάχτυλα ένα ιδανικό που έσβησε μονομιάς. Νικήσαμε επί τέλους τον παλιό διχασμό μας, αλλά αμέσως ύστερα είδαμε πολύ βαθύτερα βάραθρα ν’ ανοίγονται μπροστά μας. Δεν είναι εύκολο να είναι κανείς Έλληνας τις μέρες αυτές. Μα ούτε είναι δυνατό να παύσουμε να πιστεύουμε σ’ αυτή τη Χώρα, που τόσο βαθιά μας έχει σκλαβωμένους η γοητεία της – και που η ιστορία της μας συνεπαίρνει σαν μια αστείρευτη πηγή εκπλήξεων, πάθους, δυστυχίας και δημιουργίας».
Φθινόπωρο, 29 Οκτωβρίου του 1974. Λίγους μήνες μετά την πτώση της Χούντας, λίγες εβδομάδες πριν τις πρώτες εκλογές της Μεταπολίτευσης. Διαβάζω ένα απόσπασμα από ένα χρονογράφημα που έγραψε ο Π. Παλαιολόγος Σο ΒΗΜΑ με τίτλο «Όπως τότε, όπως πάντα»: «Το γιορτάσαμε χθες. Το πρώτο μεταχουντικό ‘όχι’. Δικτάτορας και τότε. Με πνευματική, όμως, εγρήγορση εκείνος συνέλαβε τη θέληση του έθνους και έγινε εκφωνητής του ‘όχι’ του (…) Η ιστορία θα κρίνη το πολιτικό περιεχόμενο της εκδήλωσης εκείνης. Όπως όμως κι αν αποφανθή, δεν θα αρνηθή ότι ήταν εκδήλωση γενναία. Η λεβεντιά του φτωχού που, χωρίς να λογαριάζει κέρδη και ζημιές, δίχως να παζαρέψει, έβαλε φωτιά στα κανόνια και στο βωμό του αδηφάγου φιλότιμου, έκαψε την καλύβα του. Κομμένα πόδια στα πεδία των μαχών, δάση τα δεκανίκια, χωριά που έγιναν στάχτη. Η συντριβή μετά το θρίαμβο. Η υποχώρηση και η Κατοχή στη συνέχεια. Με γκρίζους κροτάφους οι χτεσινοί πολεμιστές. Πόσα καροτσάκια, πόσα μπαστουνάκια, πόσοι σταυροί… Δεν ήταν δε πόλεμος για πετρέλαια. Ούτε μας παρέσυρε σ’ αυτόν μια δικτατορία… Σπάνιο φαινόμενο, λαός καταπιεζόμενος να εμψυχώνει το δυνάστη του σε αγώνες απελευθερωτικούς (…) Μια γενεά πέρασε. Σειρά οι περιπέτειες από τότε. Λέτε να πλουτίσθηκε στο μεταξύ η πείρα μας και, ώριμοι σήμερα, να φερθούμε διαφορετικά σε ανάλογες συνθήκες; (…)».
ΠΑΡΑΠΟΜΠΗ
Ομιλία "28 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 1940. Επέτειος για αυτογνωσία"
(στον εορτασμό της επετείου στο Πανεπιστήμιο Πατρών,26 Οκτωβρίου 2012)